μαγκούφικος

μαγκούφικος
-η, -ο [μαγκούφης]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μαγκούφη, στη μαγκουφιά, κακομοίρικος, κακορίζικος, αχαΐρευτος.
επίρρ...
μαγκούφικα
κακορίζικα, κακομοίρικα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”